- παρηγορητικός
- παρηγορ-ητικός, ή, όν,A = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρηγορητικός — ή, ό / παρηγορητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρηγορώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός αρχ. 1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.) 2. παρηγορικός,… … Dictionary of Greek
παρηγορητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί στην παρηγοριά, καταπραϋντικός, ανακουφιστικός: Παρηγορητικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακουφιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει 2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω] … Dictionary of Greek
παρακλητήριος — ία, ον, Μ παρηγορητικός, παραμυθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλώ + επίθημα τήριος (πρβλ. προσκλη τήριος)] … Dictionary of Greek
παραμυθητικός — ή, ό / παραμυθητικός, ή, όν, ΝΑ [παραμυθητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός 2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην… … Dictionary of Greek
παραρρητός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συγκινήσει με λόγια 2. εκκλ. αυτός στον οποίο προσεύχεται κανείς, αυτός τον οποίο κάποιος λατρεύει 3. (για λόγια) συμβουλευτικός, παραινετικός, προτρεπτικός 4. παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
παρήγορος — η, ο αυτός που φέρνει παρηγοριά, παρηγορητικός, καθησυχαστικός: Είναι παρήγορο πως η παγωνιά δε βρήκε όλα τα δέντρα ανθισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμυθία — η λόγος παρηγορητικός, παρηγοριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)